- ἐναυχένιος
- ἐναυχένιος, ον,A in or on the neck,
βρόχος AP7.493
(Antip. Thess.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βρόχος AP7.493
(Antip. Thess.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναυχένιος — ἐναυχένιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται ή προσαρμόζεται στον αυχένα ή γύρω από τον αυχένα («εναυχένιος βρόχος») … Dictionary of Greek
ἐναυχένιον — ἐναυχένιος in masc acc sg ἐναυχένιος in neut nom/voc/acc sg ἐναυχένιος in masc/fem acc sg ἐναυχένιος in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)